Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοῦ ἀσφαλῶς

См. также в других словарях:

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως …   Dictionary of Greek

  • Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικότητα — Στον καθημερινό λόγο, ο όρος προσωπικότητα καλύπτει διάφορες και ασαφείς έννοιες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Οπωσδήποτε όμως της αποδίδονται κυρίως θετικές αξίες, όπως, για παράδειγμα, στις εκφράσεις: μία π. ή έχει π. Αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Βιλιτζέλμο — (Wiligelmo,12ος αι.).Ιταλός γλύπτης, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ρομανικής γλυπτικής της Eμίλια. Η αναγραφή του ονόματός του στην αναμνηστική πλάκα της θεμελίωσης της μητρόπολης της Μοντένα είναι η μόνη μαρτυρία που υπάρχει γι’ αυτόν. Του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»